ἀναφαίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀναφαίνω < ἀνα- + φαίνω

ἀναφαίνω

  1. κάνω να φανεί, να να λάμψει
  2. γεννώ, παράγω, ιδρύω
  3. καθιστώ γνωστό, φανερώνω
  4. φαίνομαι ξανά
    ἀναφαίνεται ἀστήρ
  5. αναγορεύω, ανακηρύσσω
    ἀναφανῆναι μούναρχος (ανακηρύχθηκε βασιλιάς)
  6. αποκαλύπτομαι, αποδεικνύομαι, γίνεται φανερό ότι είμαι κάτι
    κλέπτης ἀναπέφανται ή ἀναπέφανται ὢν ἀγαθός
  7. στη μεταγενέστερη ελληνική αμετάβατο
    ἀνέφαινεν ἕσπερος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

(Χρειάζεται επεξεργασία)