ἀντίος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἀντίος | ἡ | ἀντίᾱ | τὸ | ἀντίον |
γενική | τοῦ | ἀντίου | τῆς | ἀντίᾱς | τοῦ | ἀντίου |
δοτική | τῷ | ἀντίῳ | τῇ | ἀντίᾳ | τῷ | ἀντίῳ |
αιτιατική | τὸν | ἀντίον | τὴν | ἀντίᾱν | τὸ | ἀντίον |
κλητική ὦ! | ἀντίε | ἀντίᾱ | ἀντίον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | ἀντίοι | αἱ | ἀντίαι | τὰ | ἀντίᾰ |
γενική | τῶν | ἀντίων | τῶν | ἀντίων | τῶν | ἀντίων |
δοτική | τοῖς | ἀντίοις | ταῖς | ἀντίαις | τοῖς | ἀντίοις |
αιτιατική | τοὺς | ἀντίους | τὰς | ἀντίᾱς | τὰ | ἀντίᾰ |
κλητική ὦ! | ἀντίοι | ἀντίαι | ἀντίᾰ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀντίω | τὼ | ἀντίᾱ | τὼ | ἀντίω |
γεν-δοτ | τοῖν | ἀντίοιν | τοῖν | ἀντίαιν | τοῖν | ἀντίοιν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀντίος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂entíos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂ent- (πρόσωπο, μπροστά)
Επίθετο[επεξεργασία]
ᾰ̓ντῐ́ος, -α, -ον
Παράγωγα[επεξεργασία]
- ἐναντίος & παράγωγά του
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- ἀντίος - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- ἀντίος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀντίος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα με κλίση όπως το 'λόγιος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'λόγιος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)