ἀπομυζητήρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἀπομυζητήρ | οἱ | ἀπομυζητῆρες | ||||
γενική | τοῦ | ἀπομυζητῆρος | τῶν | ἀπομυζητήρων | ||||
δοτική | τῷ | ἀπομυζητῆρι | τοῖς | ἀπομυζητῆρσι(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | ἀπομυζητῆρα | τοὺς | ἀπομυζητῆρας | ||||
κλητική ὦ! | ἀπομυζητήρ | ἀπομυζητῆρες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἀπομυζητήρ αρσενικό