ἀργυρολογέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀργυρολογέω < λείπει η ετυμολογία

ἀργυρολογέω - ἀργυρολογῶ (συνηρημένο)

  1. συλλέγω με καταναγκασμό χρήματα, επιβάλλω την καταβολή χρημάτων
  2. εισπράττω φόρο, φορολογώ
    ※  1ος/2ος αιώνας κε Πλούταρχος, Λύσανδρος, 6.3 @scaife.perseus
    πρὸς ταῦτα εἰπὼν ὁ Λύσανδρος ὅτι οὐκ αὐτός, ἀλλʼ ἐκεῖνος ἄρχοι τῶν νεῶν, ἀπέπλευσεν εἰς Πελοπόννησον, ἐν πολλῇ τὸν Καλλικρατίδαν ἀπορία καταλιπών. οὔτε γὰρ οἴκοθεν ἀφῖκτο χρήματα κομίζων, οὔτε τὰς πόλεις ἀργυρολογεῖν καὶ βιάζεσθαι μοχθηρὰ πραττούσας ὑπέμεινε.

Παράγωγα

[επεξεργασία]