ἀσπλάγχνως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἀσπλάγχνως (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἄσπλαγχν(ος) + -ως
Επίρρημα
[επεξεργασία]ἀσπλάγχνως
- (ελληνιστική κοινή) άσπλαχνα
- *<ἀνηλεῶς>· ἀνοίκτως ἀσπλάγχνως ⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Α
Πηγές
[επεξεργασία]- ἀσπλάγχνως - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.