ἁδροκέφαλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἁδροκέφαλος < ἁδρός ) + κεφαλή

Επίθετο[επεξεργασία]

ἁδροκέφαλος αρσενικό ή θηλυκό

  • που έχει μεγάλο κεφάλι