ἄγανον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ἄγανον | τὰ | ἄγανᾰ |
γενική | τοῦ | ἀγάνου | τῶν | ἀγάνων |
δοτική | τῷ | ἀγάνῳ | τοῖς | ἀγάνοις |
αιτιατική | τὸ | ἄγανον | τὰ | ἄγανᾰ |
κλητική ὦ! | ἄγανον | ἄγανᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀγάνω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀγάνοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἄγανον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ἄγανος < ἄγνυμι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἄγανον ουδέτερο (ἄγᾱνον)
- ξερόκλαδο για προσάναμμα
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ἄγανον
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)