ἄγνωρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἄγνωρος < ἄ- στερητικό + ουσιαστικό γνώρα + -ος[1]

Επίθετο

[επεξεργασία]

ἄγνωρος

  1. ο άγνωστος, μη γνώριμος
  2. αγνώριστος
  3. αχάριστος

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. άγνωρος Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].