ἄδουλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἄδουλος αρσενικό, ἄδουλη θηλυκό, ἄδουλο ουδέτερο
- που δεν έχει δούλους
Δείτε επίσης : άδουλος |
ἄδουλος αρσενικό, ἄδουλη θηλυκό, ἄδουλο ουδέτερο