ἄλη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἄλη αἱ ἄλαι
      γενική τῆς ἄλης τῶν ἀλῶν
      δοτική τῇ ἄλ ταῖς ἄλαις
    αιτιατική τὴν ἄλην τὰς ἄλᾱς
     κλητική ! ἄλη ἄλαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἄλ
γεν-δοτ τοῖν  ἄλαιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἄλη < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἄλη, -ης θηλυκό

  1. περιπλάνηση
  2. (μεταφορικά) παραφροσύνη (περιπλάνηση του μυαλού)

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • θεωρείται και μία από τις πιθανές ετυμολογήσεις του ἀλήθεια (θεία, θεϊκή ἄλη)

Πηγές[επεξεργασία]