ἄχροια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἄχροιᾰ | αἱ | ἄχροιαι |
γενική | τῆς | ἀχροίᾱς | τῶν | ἀχροιῶν |
δοτική | τῇ | ἀχροίᾳ | ταῖς | ἀχροίαις |
αιτιατική | τὴν | ἄχροιᾰν | τὰς | ἀχροίᾱς |
κλητική ὦ! | ἄχροιᾰ | ἄχροιαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀχροίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀχροίαιν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἄχροια < ἄ- στερητικό + χροιά
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἄχροια, -ας θηλυκό
- έλλειψη ή απουσία χρώματος, ωχρότητα
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, De diaeta, 3.76, @scaife.perseus
- Ἡ μὲν οὖν τροφὴ ἐρυγγάνεται, αὐτὸ δὲ ὑπὸ τὸ δέρμα ἐξωθέεται, καὶ τῷ ἀνθρώπῳ ἄχροιαν ἐμποιέει, καὶ νούσους ὑδρωποειδέας ἀποκυΐσκει.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, De diaeta, 3.76, @scaife.perseus
- ξεθώριασμα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη χροιά
Πηγές[επεξεργασία]
- ἄχροια - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'βοήθεια' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βοήθεια' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ἄ- (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ιπποκράτη (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από ιατρικά κείμενα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)