Ἀγλώχαρτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Ἀγλώχαρτος < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Ἀγλώχαρτος αρσενικό
- ανδρικό όνομα
- γνωστό από τον ιερέα της Ακρόπολης της Λίνδου στη Ρόδο
- ※ θαλερὸς ἔμεν οἶκος χῶρος καρπογόνους δερκόμενοις σκοπέλους· ἄνθεμα γὰρ τόδε λαρὸν Ἀθηναίῃ πόρεν ἱρεὺς Ἀγλώχαρτος (Ελληνική Ανθολογία 15.11 [1])
- ※ [εἱρεύς] <τ’> Ἀγλώχαρτος ἐλαίαις στέψεν Ἀθήνη[ν] [κ]αὶ τέμεν̣[ος] κόσμησεν ἄκρης ἡδύχροϊ θαλλῷ ([2])
Αναφορές[επεξεργασία]
- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press