ἐκκινέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἐκκινέω < ἐκ- + κινέω / κινῶ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱey-

ἐκκῑνέω, ἐκκινῶ

  1. μετακινώ ή προκαλώ τη μετακίνηση κάποιου
  2. (μεταφορικά) προκαλώ
  3. ἐκκινέομαι: (ελληνιστική κοινή) συνταράσσομαι