ἐλαφρίτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐλαφρίτης < ἐλαφρ(ός) + -ίτης < αρχαία ελληνική ἐλαφρός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἐλαφρίτης αρσενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]