ἐλπίδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ελπίδα

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἐλπίδα, τύπος του 10ου αιώνα < ἐλπίς από την αιτιατική «τὴν ἐλπίδα» < αρχαία ελληνική ἐλπίς

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἐλπίδα θηλυκό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη ἐλπίς

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

ἐλπίδα θηλυκό



Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

ἐλπίδα θηλυκό