ἐνωμοτία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐνωμοτί αἱ ἐνωμοτίαι
      γενική τῆς ἐνωμοτίᾱς τῶν ἐνωμοτιῶν
      δοτική τῇ ἐνωμοτί ταῖς ἐνωμοτίαις
    αιτιατική τὴν ἐνωμοτίᾱν τὰς ἐνωμοτίᾱς
     κλητική ! ἐνωμοτί ἐνωμοτίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐνωμοτί
γεν-δοτ τοῖν  ἐνωμοτίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐνωμοτία < ἐνώμοτος + -ία < ὄμνυμι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἐνωμοτία θηλυκό

  1. (ιστορία) (στρατιωτικός όρος) (αρχαία Σπάρτη) ομάδα ορκισμένων στρατιωτών
  2. (ελληνιστική κοινή) (ιστορία) (στρατιωτικός όρος) λόχος
  3. (ελληνιστική κοινή) (ιστορία) (στρατιωτικός όρος) το ένα τέταρτο του λόχου

Συγγενικά[επεξεργασία]