ἐν ὄμμασι τίθεμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
ἐν ὄμμασι τίθεμαι
- τοποθετώ κάτι μπροστά στα μάτια κάποιου
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Νεμεονίκαις, 8. (Δεινίδι (Δεινίᾳ υἱῷ Μέγα) (Αιγηνήτη) σταδιεῖ), 44 (8.44-8.45)
- μαστεύει δὲ καὶ τέρψις ἐν ὄμμασι θέσθαι | πιστόν.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Νεμεονίκαις, 8. (Δεινίδι (Δεινίᾳ υἱῷ Μέγα) (Αιγηνήτη) σταδιεῖ), 44 (8.44-8.45)
Πηγές[επεξεργασία]
- τίθημι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.