ἐξεζητημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Μετοχή
[επεξεργασία]ἐξεζητημένος, -η, -ον
- (ελληνιστική κοινή) μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος grc / ἐκζητῶ
- επιδιωκόμενος με ζήλο
- εξονυχιστικός, λεπτομερής
Κλίση
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- «εξεζητημένος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Ελληνιστική κοινή
- Μετοχές (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Χρειάζονται παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Μετοχές με κλίση όπως το 'λελυμένος' (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'λελυμένος' (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)