ἐξυμνέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἐξυμνέω < ἐξ + αρχαία ελληνική ὑμνέω / ὑμνῶ < ὕμνος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sh₂em (τραγουδώ)
Ρήμα[επεξεργασία]
ἐξυμνέω
- εκτεταμένος τύπος του ὑμνέω