ἐπένδυμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἐπένδυμα < ἐπενδύω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἐπένδυμα ουδέτερο
- το ρούχο που φοριέται πάνω από άλλο
ἐπένδυμα ουδέτερο