ἑκατόμβη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ἑκᾰτόμβα- | |||||
ονομαστική | ἡ | ἑκατόμβη | αἱ | ἑκατόμβαι | |
γενική | τῆς | ἑκατόμβης | τῶν | ἑκατομβῶν | |
δοτική | τῇ | ἑκατόμβῃ | ταῖς | ἑκατόμβαις | |
αιτιατική | τὴν | ἑκατόμβην | τὰς | ἑκατόμβᾱς | |
κλητική ὦ! | ἑκατόμβη | ἑκατόμβαι | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἑκατόμβᾱ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ἑκατόμβαιν | |||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'βελόνη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἑκατόμβη < *ἑκατόμ-βϜᾱ < ἑκατόν + *-βϜᾱ, [[μεταπτωτική βαθμίδα] στην πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷṓws (βόδι, βοῦς) [1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἑκατόμβη θηλυκό
- (θρησκεία)
- (αρχική σημασία) θυσία 100 βοδιών
- (γενίκευση σημασίας) εκατόμβη (γενικότερα κάθε μεγαλοπρεπής θυσία)
- (ελληνιστική σημασία) είδος κολλύριου
- (σε επιγραφή) γιορτή στην λακωνική πόλη Γερόνθραι
Παράγωγα[επεξεργασία]
- Ἑκατομβαιών
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές[επεξεργασία]
- ἑκατόμβη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἑκατόμβη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ «εκατόμβη» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'γνώμη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'βελόνη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βελόνη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Θρησκεία (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική σημασία για αρχαίες λέξεις
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)