ἑστώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἑστώς | ἡ | ἑστῶσᾰ | τὸ | ἑστώς (ἑστός) |
γενική | τοῦ | ἑστῶτος | τῆς | ἑστώσης | τοῦ | ἑστῶτος |
δοτική | τῷ | ἑστῶτῐ | τῇ | ἑστώσῃ | τῷ | ἑστῶτῐ |
αιτιατική | τὸν | ἑστῶτᾰ | τὴν | ἑστῶσᾰν | τὸ | ἑστώς (ἑστός) |
κλητική ὦ! | ἑστώς | ἑστῶσᾰ | ἑστώς (ἑστός) | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | ἑστῶτες | αἱ | ἑστῶσαι | τὰ | ἑστῶτᾰ |
γενική | τῶν | ἑστώτων | τῶν | ἑστωσῶν | τῶν | ἑστώτων |
δοτική | τοῖς | ἑστῶσῐ(ν) | ταῖς | ἑστώσαις | τοῖς | ἑστῶσῐ(ν) |
αιτιατική | τοὺς | ἑστῶτᾰς | τὰς | ἑστώσᾱς | τὰ | ἑστῶτᾰ |
κλητική ὦ! | ἑστῶτες | ἑστῶσαι | ἑστῶτᾰ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἑστῶτε | τὼ | ἑστώσᾱ | τὼ | ἑστῶτε |
γεν-δοτ | τοῖν | ἑστώτοιν | τοῖν | ἑστώσαιν | τοῖν | ἑστώτοιν |
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'τεθνεώς' όπως «τεθνεώς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Μετοχή
[επεξεργασία]- επικός τύπος του ἑστηκώς: μετοχή ενεργητικού παρακειμένου του ρήματος ἵστημι (επικός παρακείμενος: ἕστατον)
Κατηγορίες:
- Μετοχές με κλίση όπως το 'τεθνεώς' (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'τεθνεώς' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Μετοχές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Επικοί τύποι
- Μετοχές ενεργητικού παρακειμένου (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)