ἔγκλημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἔγκλημα ουδέτερο
- κατηγορία, διαμαρτυρία, παράπονο
- ἐμοὶ ἀνόσιον ἔγκλημα προσέβαλεν : με κατηγόρησε άδικα
- έγκλημα, αδίκημα
- ὅτε γὰρ τὸ ἔγκλημα ἐγένετο : όταν έγινε το αδίκημα
- καταγγελία
- δίκαι τε καὶ ἐγκλήματα πρὸς ἀλλήλους : δίκες και κατηγορίες μεταξύ τους
- κατηγορητήριο έγγραφο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- ἔγκλημα - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- ἔγκλημα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἔγκλημα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.