ἔκφρασις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἔκφρασις < αρχαία ελληνική ἐκφράζω < ἐκ + φράζω (< συγγενές προς τη φράση και ίσως προς τη λέξη φρήν και όχι προς το φράσσω/φράγμα)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἔκφρασις ἡ, -εως

Συγγενικά

[επεξεργασία]

ἐκφράζω