ἔλαιον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἔλαιον τὰ ἔλαι
      γενική τοῦ ἐλαίου τῶν ἐλαίων
      δοτική τῷ ἐλαί τοῖς ἐλαίοις
    αιτιατική τὸ ἔλαιον τὰ ἔλαι
     κλητική ! ἔλαιον ἔλαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐλαίω
γεν-δοτ τοῖν  ἐλαίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἔλαιον < λείπει η ετυμολογία
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: έλαιο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἔλαιον ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]
 ετυμολογικό πεδίο 
ἐλαιο- 

και