ἔξεστι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἔξεστι < (ἐξ) ἔξ- + ἐστί, γ' πρόσωπο ενικού του εἰμί

ἔξεστι (απρόσωπο ρήμα)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

διαφορετικού ετύμου: