Ἐράσιππος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Ἐράσιππος | οἱ | Ἐράσιπποι |
γενική | τοῦ | Ἐρασίππου | τῶν | Ἐρασίππων |
δοτική | τῷ | Ἐρασίππῳ | τοῖς | Ἐρασίπποις |
αιτιατική | τὸν | Ἐράσιππον | τοὺς | Ἐρασίππους |
κλητική ὦ! | Ἐράσιππε | Ἐράσιπποι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἐρασίππω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἐρασίπποιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Ἐράσιππος < Ἐράςιππος < (ελληνιστική κοινή) ἔρασις (< αρχαία ελληνική ἔραμαι) + αρχαία ελληνική ἵππος
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Ἐράσιππος αρσενικό
- ανδρικό όνομα
- ※ ἐγένετο Λοκρὸς Ξενόκριτος, τυφλὸς ἐκ γενετῆς ποιητὴς καὶ Ἐράσιππος. (Αριστοτέλη, Αποσπάσματα, 8, 45, 611, 303-4)
- ※ Οὐ κόνις οὐδ' ὀλίγον πέτρης βάρος, ἀλλ' Ἐρασίππου, ἣν ἐσορᾷς, αὕτη πᾶσα θάλασσα τάφος.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- Ἐράςιππος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (αρχαία ελληνικά)
- Ανδρικά ονόματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)