ἱπποτρόφιον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ἱπποτρόφιον | τὰ | ἱπποτρόφιᾰ |
γενική | τοῦ | ἱπποτροφίου | τῶν | ἱπποτροφίων |
δοτική | τῷ | ἱπποτροφίῳ | τοῖς | ἱπποτροφίοις |
αιτιατική | τὸ | ἱπποτρόφιον | τὰ | ἱπποτρόφιᾰ |
κλητική ὦ! | ἱπποτρόφιον | ἱπποτρόφιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἱπποτροφίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἱπποτροφίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἱπποτρόφιον ουδέτερο
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)