ὀγκηθμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ὀγκηθμός | οἱ | ὀγκηθμοί |
γενική | τοῦ | ὀγκηθμοῦ | τῶν | ὀγκηθμῶν |
δοτική | τῷ | ὀγκηθμῷ | τοῖς | ὀγκηθμοῖς |
αιτιατική | τὸν | ὀγκηθμόν | τοὺς | ὀγκηθμούς |
κλητική ὦ! | ὀγκηθμέ | ὀγκηθμοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀγκηθμώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὀγκηθμοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ὀγκηθμός αρσενικό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)