ὀνομαστική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ὀνομαστική (ελληνιστική κοινή) < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου ὀνομαστικός (αρχαία ελληνική) - εννοείται το ουσιαστικό πτῶσις)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ὀνομαστική θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή , (0-)) η ονομαστική πτώση
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ὀνομαστική
- ονομαστική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του ὀνομαστικός