ὀψαρᾶς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ὀψαρᾶς < αρχαία ελληνική ὄψον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ὀψαρᾶς αρσενικό
- ο ψαράς[1]
- ο ιχθυοπώλης (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Βλ. ὀψαρᾶς - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].