ὑπαπαντή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ὑπαπαντή | αἱ | ὑπαπανταί |
γενική | τῆς | ὑπαπαντῆς | τῶν | ὑπαπαντῶν |
δοτική | τῇ | ὑπαπαντῇ | ταῖς | ὑπαπανταῖς |
αιτιατική | τὴν | ὑπαπαντήν | τὰς | ὑπαπαντᾱ́ς |
κλητική ὦ! | ὑπαπαντή | ὑπαπανταί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὑπαπαντᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὑπαπανταῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ὑπαπαντή
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ψυχή' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)