ὑστερικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ὑστερικός, -ή, -όν (χωρίς παραθετικά)
- (ιατρική) που έχουν σχέση με τη μήτρα, νόσοι της μήτρας
- ↪ τὰ ὑστερικὰ πάθη, ὑστερικὰ ἀλγήματα
- (ελληνιστική σημασία) για συμπτώματα ασθενειών που πίστευαν ότι οφείλονται σε προβλήματα της μήτρας
- → χρειάζεται παράθεμα Σωρανός, Περί υστερικής πνιγός
Παράγωγα[επεξεργασία]
Απόγονοι[επεξεργασία]
ὑστερικός (αρχαία ελληνικά)
- ⇘ νέα ελληνικά: υστερικός
- ↷ λατινικά: hystericus
- ↴ αγγλικά: hysteric, hysterical
- ↴ γαλλικά: hystérique
→ και δείτε hystericus#Descendants στο αγγλικό Βικιλεξικό
Πηγές[επεξεργασία]
- ὑστερικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Λέξεις με επίθημα -ικός (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα χωρίς παραθετικά (αρχαία ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Ελληνιστική σημασία για αρχαίες λέξεις
- Χρειάζονται παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ετυμολογικούς απογόνους (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)