ὕαλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ὕαλος | αἱ | ὕαλοι |
γενική | τῆς | ὑάλου | τῶν | ὑάλων |
δοτική | τῇ | ὑάλῳ | ταῖς | ὑάλοις |
αιτιατική | τὴν | ὕαλον | τὰς | ὑάλους |
κλητική ὦ! | ὕαλε | ὕαλοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὑάλω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὑάλοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ὕαλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *uel- / *welH- (γυρίζω, στρέφω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ὕαλος θηλυκό
- ορυκτό που οι αρχαίοι Έλληνες εισήγαγαν από την Αίγυπτο με κρυσταλλική δομή και που το χρησιμοποιούσαν ως φακό για να εστιάζουν τις ακτίνες του ήλιου και να ανάβουν φωτιά
- ↪ λίθος διαφανὴς ἀφ᾽ ἧς τὸ πῦρ ἅπτουσι
- ύαλος, όπως νοείται και στη νεοελληνική, το γυαλί
- ↪ τό τε περὶ τὴν ὕαλον γένος (το όλο είδος που ξέρουμε ως γυαλί)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- ὕαλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὕαλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)