ὡραῖα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὡραῖα < ὡραῖος

Επίρρημα[επεξεργασία]

ὡραῖα

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

ὡραῖα



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

ὡραῖα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ὡραῖος στον πληθυντικό < ὥρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ὡραῖα

  1. τα ώριμα φρούτα, η παραγωγή φρούτων
    χαλεπωτέραν ἕξουσι τὴν κατακομιδὴν τῶν ὡραίων (: θα δυσκολευθούν να μεταφέρουν <στα πλοία για εξαγωγή> την παραγωγή τους)
    ὅσα ἐστὶ τρωκτὰ ὡραῖα (που ήταν φαγώσιμα φρούτα < ή που ήταν καρποί που τρώγονται ωμοί>)
  2. η έμμηνος ρύση των κοριτσιών, κυρίως η πρώτη, όταν δηλαδή από οργανική άποψη έμπαιναν πλέον τα κορίτσια στην αναπαραγωγική ηλικία

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

ὡραῖα: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

ὡραῖα