ῥάβδος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ῥάβδος | αἱ | ῥάβδοι |
γενική | τῆς | ῥάβδου | τῶν | ῥάβδων |
δοτική | τῇ | ῥάβδῳ | ταῖς | ῥάβδοις |
αιτιατική | τὴν | ῥάβδον | τὰς | ῥάβδους |
κλητική ὦ! | ῥάβδε | ῥάβδοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ῥάβδω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ῥάβδοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ῥάβδος < προέλευσης από την προελληνική [1] (Συγγενή: ῥάμνος, ῥαπίς)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ῥάβδος, -ου θηλυκό
- ραβδί
- μαγική ράβδος (της Κίρκης, του Άδη, το κηρύκειο του Ερμή)
- καλάμι ψαρέματος
- ξύλο ακοντίου
- σκήπτρο αξιωματούχου
- σωφρονιστική ράβδος
- βούκεντρο
- ποιμενική ράβδος
- γραμμή που σχηματίζει ένα γράμμα της αλφαβήτου
- σύνεργο για να πιάνουν μικρά πουλιά, ασβεστωμένο κλαρί
- στέλεχος όπλου για το κυνήγι
- μέτρο για μέτρηση μήκους αγρών
- βλαστάρι, φρέσκο κλαδί
- στίχος, μέτρο στην ποίηση
- οι ραβδώσεις, οι χρωματιστές κηλίδες στο δέρμα ενός ζώου
- (μέταλλα) φλέβα
- ακτίνα φωτός
Συγγενικά[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές[επεξεργασία]
- ῥάβδος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ῥάβδος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την προελληνική (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)