𐀂𐀋𐀩𐀄
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μυκηναϊκή διάλεκτος (gmy)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- 𐀂𐀋𐀩𐀄 - συγγενής η αρχαία ελληνική ἱερεύς
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]𐀂𐀋𐀩𐀄 (i-je-re-u)
Πηγές
[επεξεργασία]- «ιερός» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.