-ίδικο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- -ίδικο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του -ίδικος
Επίθημα
[επεξεργασία]-ίδικο
- επίθημα ουδέτερων μετουσιαστικών ουσιαστικών που δηλώνει το κατάστημα στο οποίο μπορούμε να βρούμε ή ν' αγοράσουμε ό,τι δηλώνει η πρωτότυπη λέξη