-αλού

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η -αλού οι -αλούδες
      γενική της -αλούς των -αλούδων
    αιτιατική τη(ν) -αλού τις -αλούδες
     κλητική -αλού -αλούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
-αλού < -αλ(ής) + -ού[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /aˈlu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -α‐λού

Επίθημα

[επεξεργασία]

-αλού θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  • -λήςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)