-ούμπα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | -ούμπα | οι | -ούμπες |
γενική | της | -ούμπας | — | |
αιτιατική | τη(ν) | -ούμπα | τις | -ούμπες |
κλητική | -ούμπα | -ούμπες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- -ούμπα < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈum.ba/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -ού‐μπα
Επίθημα[επεξεργασία]
-ούμπα θηλυκό
- (αργκό) επίθημα που χρησιμοποιείται στη στρατιωτική και νεανική αργκό και συνήθως προσδίδει στο αντικείμενο τη σημασία του ιδιαίτερα ευχάριστου και απολαυστικού
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ούμπα στο Βικιλεξικό
- δε σχετίζεται η γαρδούμπα
Πηγές[επεξεργασία]
- -ούμπα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιθήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αργκό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)