-cratique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
-cratique | -cratiques |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- -cratique < αρχαία ελληνική κράτος
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθημα[επεξεργασία]
-cratique (fr) αρσενικό ή θηλυκό