-em-

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
-em- < γαλλική aimer

Πρόσφυμα

[επεξεργασία]

-em- (eo)

  • δείχνει κάποια τάση, κλίση ή κάποια έμφυτη ευκολία για κάτι

Παράγωγα

[επεξεργασία]