Abitur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | das | Abitur | die | Abiture |
γενική | des | Abiturs | der | Abiture |
δοτική | dem | Abitur | den | Abituren |
αιτιατική | das | Abitur | die | Abiture |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Abitur (de) ουδέτερο
- (Γερμανία) το απολυτήριο λυκείου
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- (Αυστρία) Maturität