Adjektiv
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈatjɛktiːf/
- ⓘ
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ad‐jek‐tiv
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Adjektiv (de) ουδέτερο (πληθυντικός: die Adjektive)
- (γραμματική) το επίθετο