Affe

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈafə/
 
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: Af‐fe

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Affe (de) (πληθυντικός: die Affen) αρσενικό

  1. (θηλαστικό ζώο) ο πίθηκος
  2. (μεταφορικά) ο ανόητος άνθρωπος

Εκφράσεις

[επεξεργασία]