Algebra

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: algebra

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Algebra (de) θηλυκό (πληθυντικός: die Algebren)