Determinismus
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Determinismus (de) αρσενικό
- (φιλοσοφία) o ντετερμινισμός, η αιτιοκρατία
Determinismus (de) αρσενικό