Haarschnitt
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Haarschnitt | die | Haarschnitte |
γενική | des | Haarschnitts Haarschnittes |
der | Haarschnitte |
δοτική | dem | Haarschnitt Haarschnitte |
den | Haarschnitten |
αιτιατική | den | Haarschnitt | die | Haarschnitte |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Haarschnitt (de), αρσενικό