IEN

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ien, -ien

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
  1. IEN < Inspection de l'Education nationale
  2. IEN < Inspecteur de l'Education nationale

Συντομομορφή

[επεξεργασία]

IEN (fr) θηλυκό

Συντομομορφή

[επεξεργασία]

IEN (fr) αρσενικό ή θηλυκό