LTS

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
LTS < Long-Term Support

Συντομομορφή

[επεξεργασία]

LTS (en) αρκτικόλεξο

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • LTS στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια